ἀθέων

ἀθέων
ἄθεος
without God
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κἀθέων — ἀθέων , ἄθεος without God masc/fem/neut gen pl ἐθέων , ἔθος custom neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐθέων , θεάω gaze at imperf ind act 3rd pl ἐθέων , θεάω gaze at imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπουλάκος — Παρωνύμιο που δόθηκε από τον λαό της Πελοποννήσου σε δύο διαδοχικά δημαγωγούς καλόγερους. Ο πρώτος Π., γνωστός επίσης και ως Ευγένιος ο Αγιοπατέρας, έδρασε κατά τα χρόνια της Επανάστασης στην περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας. Σκηνοθετώντας… …   Dictionary of Greek

  • απολογητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει να κάνει με την απολογία: Η στάση που πήρε στην υπόθεση αυτή ήταν καθαρά απολογητική. 2. αυτός που συντάχθηκε για υπεράσπιση: Ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς έγραψαν σημαντικά απολογητικά έργα. 3. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ДОГМАТ — [греч. δόϒμα учение, постановление, решение, мнение], основное положение (доктрина) христианского вероучения. Употребление термина В античной философии словом «Д.» обозначались общепринятые мнения (к рые не всегда отражали истинное учение) или… …   Православная энциклопедия

  • ЕВФИМИЙ ЗИГАБЕН — [правильнее Зигавин, вариант Зигадин; греч. Ζιϒαβηνός или Ζυϒαδηνός, в рукописях встречаются Ζηϒαβηνός, Ζιϒαβινός, Ζυϒαβηνός, Ζηϒαμβρηνός и др.] (ок. 1050 ок. 1122), визант. мон., богослов, экзегет и полемист. Е. З. (в миру Иоанн) жил в К поле в… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”